- ἐνυπτιάζων
- ἐνυπτιάζωthrow back uponpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενυπτιάζω — ἐνυπτιάζω (Α) 1. πλαγιάζω ανάσκελα κάτι ή κάποιον σε κάτι («ἐνυπτιάζων ἑαυτὸν τῆ γῆ», Φιλόστρ.) 2. υπερηφανεύομαι, επαίρομαι για κάτι … Dictionary of Greek